- συντυχαίνω
- [синтихэно] р. встречать, встречаться, разговаривать, беседовать,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συντυχαίνω — συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω] 1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία 2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία 3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν… … Dictionary of Greek
συντυχαίνω — σύντυχα 1. συναντιέμαι τυχαία: Τον συντυχαίνει ο Χάρος. 2. στο τρίτο εν. πρόσ., συμβαίνει τυχαία να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδροσυντυχαίνω — (στην Κύπρο) μιλώ μεγαλόφωνα ή αυστηρά, οργισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + συντυχαίνω] … Dictionary of Greek
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανταμώνω — [αντάμα] 1. συναντώ, συντυχαίνω κάποιον, σμίγω 2. (μτβ.) συνενώνω, συνδέω … Dictionary of Greek
καλοσύντυχος — καλοσύντυχος, ον (Μ) κοινωνικός, αυτός που κάνει καλή συντροφιά, ο καλός στις συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω»] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μισοσύντυχος — μισοσύντυχος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοσύντυχον α) απέχθεια προς τις συνεντεύξεις, προς τις συναναστροφές ή προς τις συνομιλίες β) μίσος κατά τής επιτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω» (πρβλ. καλο σύντυχος)] … Dictionary of Greek
συναπαντήχνω — Ν (στον Ερωτόκρ.) α) συναπαντώ, συντυχαίνω («σα δε συναπαντήξουσι τα μάτια να σμιχτούσι») β) έρχομαι σε εχθρική συνάντηση, συγκρούομαι («συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια πήγα / εις τον αέρα σα θεριά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί… … Dictionary of Greek
συντυγχάνω — ΜΑ βλ. συντυχαίνω … Dictionary of Greek